Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Η δεύτερη εκστρατεία του Μεχμέτ Β' στην Πελοπόννησο και

η κατάλυση του δεσποτάτου του Μορέως (1460)

Απόστολου Βακαλόπουλου
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Β', Θεσσαλονίκη 1974

Η κατάσταση στην Πελοπόννησο, πού άφησε τόσα σπέρματα αναταραχής, επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, από τον Οκτώβριο του 1458, όταν ο σουλτάνος επιδιώκοντας να σταθεροποιήσει περισσότερο την θέση του στην Πελοπόννησο και να διασπάσει τις δυνάμεις των δεσποτών ζήτησε σε γάμο την κόρη του Δημητρίου, ο οποίος είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς συνεννοήσεις με τούς Τούρκους, ενώ ο Θωμάς με την Δύση. Οι άρχοντες, εξακολουθώντας τις μηχανορραφίες τους, ωθούν τον πικραμένο Θωμά εναντίον του αδελφού του Δημητρίου και εναντίον των κτήσεων του σουλτάνου, τον Ιανουάριο του 1459. Νομίζουν πώς με τον τρόπον αυτόν θα μπορούσαν να γίνουν ανεξάρτητοι φεουδάρχες. Ορισμένοι μάλιστα, πού είχαν αποτινάξει την κυριαρχία των δεσποτών, λεηλατούσαν και έκαιαν ο ένας την περιοχή του άλλου. Και σαν να μη έφθαναν όλ' αυτά, οι τουρκικές φρουρές των πελοποννησιακών κάστρων προβαίνοντας σε επιχειρήσεις εναντίον των δυνάμεων του Θωμά συμπλήρωναν το έργο τής καταστροφής.

Οι μεγάλες ζημίες προκάλεσαν την απόγνωση και τον αναβρασμό των κατοίκων εναντίον των Παλαιολόγων, πού είχαν δημιουργήσει την ελεεινή αυτή κατάσταση και είχαν γίνει καταγέλαστοι στους Τούρκους. Η εξέγερση τής κοινής γνώμης ανάγκασε τούς δύο αδελφούς να συναντηθούν στο Καστρίτσι και να συμφιλιωθούν, αλλά για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τον ίδιο χειμώνα ο Δημήτριος παραβίασε τις συνθήκες και άρχισε τις εχθροπραξίες, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να καταφύγει στην Μονεμβασία και να ζητήσει την επέμβαση του σουλτάνου.

Ο σουλτάνος οργισμένος από την αναρχία στην Πελοπόννησο, ιδίως από την εχθρική στάση του Θωμά, και φοβούμενος μήπως η χώρα εκείνη γίνει λεία άλλων, αποφάσισε να την προσαρτήσει οριστικά στην αυτοκρατορία του. Έτσι ξεκίνησε από την Αδριανούπολη με πολύ στρατό και τον Μάιο του 1460, μέσα σε 27 μέρες, έφτασε στην Κόρινθο. Απ' εκεί, αντί να διευθυνθεί εναντίον του Θωμά, όπως περίμεναν, στράφηκε προς Ν., προς τις χώρες του Δημητρίου, χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση. Τότε, ή ίσως και παλαιότερα, όπως αναφέρει πολύ μεταγενέστερη προφορική παράδοση, παραχώρησε ο σουλτάνος στους Δερβενοχωρίτες διάφορα προνόμια, να πληρώνουν δηλαδή ελάχιστους φόρους, να είναι απαλλαγμένοι από αγγαρείες, από καταπιέσεις και καταλύματα των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά να φροντίζουν για την ασφάλεια των τουρκικών ταχυδρομείων (μεντζιλιών) κ. λ. . Ο σουλτάνος συνεχίζοντας την πορεία του περνά έξω από το Άργος και διευθύνεται προς το κέντρο τής Πελοποννήσου και τον Μιστρά. Η στάση του Δημητρίου είχε τον χαρακτήρα φανερής προδοσίας: δεν προβάλλει καμιά αντίσταση. Κατά μία τραγική σύμπτωση η πρωτεύουσα του δεσποτάτου έπεσε την ίδια ημερομηνία με τής βασιλεύουσας: 29 Μαΐου.

Ο σουλτάνος υπόσχεται στον Δημήτριο ηγεμονική διαβίωση στο μέλλον. Και πραγματικά, ύστερ' από την επάνοδό του στην Αδριανούπολη και τον γάμο του με την κόρη του Δημητρίου, παραχωρεί στον πεθερό του τις προσόδους των νησιών του ΒΑ Αιγαίου (Ίμβρου, Λήμνου, Θάσου και Σαμοθράκης), καθώς και της Θρακικής Αίνου, πού ανήκαν άλλοτε στον Γενουατικό οίκο των Gattilusi. Κατόπιν ο Μεχμέτ Β' στρέφεται εναντίον ορισμένων οχυρών θέσεων των χωρών του Θωμά στην ΝΔ Πελοπόννησο, εναντίον του Καστριτσίου πρώτα και κατόπιν του Γαρδικίου κοντά στο Λεοντάρι. Η συμπεριφορά του απέναντι των ανδρείων υπερασπιστών, Ελλήνων και Αλβανών, υπήρξε απάνθρωπη: τούς έσφαξε όλους θέλοντας να τρομοκρατήσει τούς αντιπάλους του και να παραλύσει κάθε αντίσταση. Την ανάμνηση της σφαγής των κατοίκων του Γαρδικίου την διασώζει ως σήμερα ή παράδοση και το τοπωνύμιο «Κόκαλα», πού δηλώνει τον τόπο του μαρτυρίου.

Με την πτώση των δύο αυτών κάστρων ανοίγεται ο δρόμος του σουλτάνου προς την Μεσσηνία και πλησιάζει το τέλος του πολέμου. Το παν καταρρέει. Όσοι άρχοντες ήταν αντιπρόσωποι του Θωμά και διοικητές στις πόλεις και στα Κάστρα αφήνουν τις θέσεις τους και βρίσκουν καταφύγιο στις βενετοκρατούμενες Κορώνη, Μεθώνη και Πύλο (Ναβαρίνο). Οι διάφορες οχυρές θέσεις πέφτουν η μία ύστερα από την άλλη. Όσα κάστρα δεν έκρινε ο σουλτάνος κατάλληλα για επάνδρωση, τα γκρέμισε, για να μη γίνουν φωλιές αντιστάσεως, αλλά τούς κατοίκους τούς άφησε ελεύθερους στα σπίτια τους. Μερικούς όμως τούς μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη για τον ανασυνοικισμό της. Έτσι ο Μεχμέτ Β' γίνεται κύριος τής Μεσσηνίας και στρατοπεδεύει εμπρός στην Πύλο. Τις ώρες εκείνες αναγκάζεται ν' αποπλεύσει από το λιμάνι της για την Κέρκυρα ο τελευταίος δεσπότης του Μορέως Θωμάς Παλαιολόγος με μερικούς άρχοντες, χωρίς να τολμήσει πουθενά να δώσει μάχη. Ως τότε είχε κάποιες ελπίδες ότι μερικά κάστρα θα κρατούσαν και θα μπορούσε να βρει άσυλο μέσα στην Πελοπόννησο.

Σύγχρονα στην ΒΔ Πελοπόννησο πέφτουν το Χλομούτσι και Σανταμέρι και αργότερα τα υπόλοιπα κάστρα τής Αχαΐας και Ηλείας. Κατά μία περίεργη σύμπτωση το τελευταίο πολεμικό γεγονός, πού κλείνει με κάποια λάμψη την θλιβερή αυτή ιστορία, σημειώνεται στην Αχαΐα, στην περιοχή δηλαδή εκείνη, απ' όπου ξεπετάχθηκαν στα 1821 οι πρώτοι σπινθήρες του πολέμου τής ελληνικής ανεξαρτησίας: αργά τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε με τιμητικούς όρους το τελευταίο κάστρο, το Σαλμενίκο, πού με ηρωισμό το είχε υπερασπίσει ως τότε ένας άλλος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο επονομαζόμενος Γραίτζας, ο μόνος άνδρας τής Πελοποννήσου, κατά την έκφραση του Μαχμούτ, αρχηγού του σουλτανικού οίκου. Πιθανόν να εξακολούθησε και κατόπιν ή αντίσταση σε ορισμένα σποραδικά σημεία από ένοπλους άνδρες του στρατού του Θωμά Παλαιολόγου, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος τον επόμενο χρόνο σ' ένα έγγραφό του προς την βενετική γερουσία.

Έτσι έπεσε στα χέρια του Μεχμέτ Β' η Πελοπόννησος, εκτός από τις βενετικές κτήσεις και την Μονεμβασία. Τότε φαίνεται ότι υποτάχθηκε, αλλά με όρους και η Μάνη. Τα εκτεταμένα και άξενα παράλιά της και η ορεινή διάρθρωση του εσωτερικού της σχημάτιζαν ένα σπουδαίο άσυλο για τούς καταδιωκομένους. Πραγματικά μεταγενέστερες πληροφορίες, των αρχών το 17ου αι., αναφέρουν ότι ως τότε οι Τούρκοι δεν είχαν εισδύσει στην Μάνη και ότι είχαν καταφύγει σ' αυτήν πολλές αρχοντικές οικογένειες, ανάμεσά τους και εξελληνισμένοι απόγονοι ενός κλάδου των Φλωρεντινών de Medicis ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα την εποχή πού εξουσίαζαν το δουκάτο της οι συμπατριώτες τους Acciaiuoli. Στην περιοχή εκείνη (Μάνη), εκτός από τούς Αλβανούς εποίκους , πού μνημονεύονταν ως τα 1579 τουλάχιστον, έμειναν δυνατές ρίζες από το νεοελληνικό έθνος. Όπως στην Δυτική Ελλάδα ή περιοχή τής Πίνδου, έτσι και στην Πελοπόννησο ή Μάνη, ή οποία και στα βυζαντινά χρόνια είχε, φαίνεται, κάποια αυτονομία, διατήρησε την ημιανεξαρτησία και την αυτοδιοίκηση της και δεν έπαψε ν' αποτελή το πιο ανήσυχο τμήμα των ελληνικών χωρών. Για την μορφή όμως του πολιτεύματος και την φύση των προνομίων της κατά τούς πρώτους αιώνες τής τουρκοκρατίας δεν ξέρουμε τίποτε.

Επιστρέφοντας ο Μεχμέτ Β' στην Αδριανούπολη έφερνε μαζί του όχι μόνο τον Δημήτριο, αλλά και τούς αυλικούς του, τούς ευγενείς και επισήμους τής Αχαΐας, τής Λακωνίας και των άλλων επαρχιών. Τούς Αλβανούς προύχοντες, όσοι δεν είχαν προλάβει να ξεφύγουν, τούς εξολόθρευσε. Γενικά απέναντι των Αλβανών υπήρξε σκληρός και απέβλεπε στην εξασθένησή τους. Ίσως αποδειχθεί αληθινή η ρομαντική πληροφορία του Pouqueville ότι κατά την αμείλικτη εκείνη καταδίωξη ορισμένοι Αλβανοί βρήκαν άσυλο στα άγονα νησιά Ύδρα και Σπέτσες, απ' όπου μία μέρα εξόρμησαν ως εκδικητές οι εξελληνισμένοι απόγονοί τους , οι ναυμάχοι του ‘21, αλλά είναι ακόμη αμφίβολη, γιατί στα 1550 ή Ύδρα ήταν ακόμη ακατοίκητη, αν πιστέψουμε στον περιηγητή Thevet.

Ο Θωμάς, αφού άφησε την οικογένειά του στην Κέρκυρα, ταξίδεψε τον Νοέμβριο του 1460 στην Ρώμη, για να εξασφαλίσει ένα πόρο ζωής και να κινήσει τούς δυνατούς τής Δύσης εναντίον των Τούρκων. Μαζί του έφερνε ως δώρο στον πάπα την κάρα του Αγίου Ανδρέα, πού φυλασσόταν ως τότε στην Πάτρα (η κάρα επιστράφηκε στην θέση της με λαμπρότητα ύστερ' από μισή χιλιετηρίδα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1964, με πρωτοβουλία το πάπα Παύλου ΣΤ'). Ο πάπας Πίος Β' του καθόρισε ετήσια χορηγία 300 σκούδων, οι καρδινάλιοι 200 και η Βενετία 500. Η οργάνωση όμως σταυροφορίας παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Μολαταύτα στα 1463 αρχίζει μακροχρόνιος Τουρκοβενετικός πόλεμος. Οι ελπίδες του Θωμά αναπτερώνονται. Επάνω όμως στις αγωνιώδεις ενέργειές του στις διάφορες ηγεμονικές αυλές για την γενίκευση του πολέμου τον βρίσκει ο Θάνατος (Μάιος 1465). Την κηδεμονία των παιδιών του, του Ανδρέα, Εμμανουήλ και τής Ζωής, ανέλαβε ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο οποίος φρόντισε ν' ανατραφούν σύμφωνα με το φλωρεντινό δόγμα.

Όσοι άρχοντες είχαν απομείνει στην Κέρκυρα αναμένοντας την έκβαση των προσπαθειών του Θωμά, μόλις είδαν από τις πρώτες ακόμη αρχές ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα ηθικής και υλικής βοήθειας από την Δύση, άρχισαν να σκορπίζονται εδώ και εκεί κλαίγοντας την τύχη τους. Ορισμένοι απ' αυτούς θα κατέφυγαν ασφαλώς στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, καθώς και στις άλλες πόλεις και χωριά, αν λάβουμε υπ' όψη βενετικό έγγραφο της 27 Απριλίου του 1461, το οποίο μνημονεύει την παρουσία εκεί πολλών αρχόντων και κληρικών, μοναχών και ιερέων. Η συρροή τους ανησυχεί τόσο την Βενετία (ύστερα μάλιστα από την ανακάλυψη συνωμοτικών ζυμώσεων εναντίον της), ώστε ειδοποιεί τις τοπικές αρχές να προσέχουν και να απομακρύνουν τους υπόπτους πρόσφυγες. Φαίνεται όμως ότι αρκετοί εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Κέρκυρα, όπως και ο άλλοτε πρωτοβεστιάριος του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου, ο Γεώργιος Σφραντζής, ο οποίος πέρασε τις τελευταίες του μέρες ως μοναχός. Στα 1486, εμπρός στο κατώφλι του θανάτου και κάτω από την επίδραση των αξέχαστων αναμνήσεων και των θερμών συζητήσεων με Κερκυραίους ευγενείς για το μεγάλο θέμα τής καταστροφής του «γένους» (τον παρακαλούσαν να μην αφήσει να τα σκεπάσει η λήθη ότι έζησε, άκουσε και είδε) άρχισε να γράφει - βιαστικά και αφρόντιστα - το «Χρονικόν» του. Ο Σφραντζής θάφτηκε κατά την παράδοση, εμπρός στην είσοδο της παλαιάς εκκλησίας (άλλοτε καθολικού της μονής) του Προφήτη Ηλία.

Η τύχη του Δημητρίου Παλαιολόγου συνυφαίνεται με την ιστορία των νησιών του ΒΑ Αιγαίου.

http://www.egolpion.com/E665EA62.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι παρούσες σελίδες αποτελούν πνευματικό δικαίωμα του δημιουργού Αναστασίου Βλαχοσταθοπούλου του Γεωργίου